- ζαχαροπλαστική
- η кондитерское дело
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαχαροπλαστική — η η τέχνη τού ζαχαροπλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
ζαχαροπλαστική — η η τέχνη του ζαχαροπλάστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκόριζα — (glycyrrhiza).Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των μεσογειακών περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Χαρακτηρίζονται από ρίζες που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και αδενώδη φύλλα. Τα… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κορίανδρο ή κόλιαντρος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. το εδώδιμον (Coriandrum sativum). Έχει ύψος 30 60 εκ., είναι λείο και κάθετα γραμμωτό. Τα φύλλα του είναι πτεροσχιδή και όταν τρίβονται αναδίδουν… … Dictionary of Greek
νερατζιά — Εσπεριδοειδές που μοιάζει με την πορτοκαλιά, αλλά έχει μικρότερες διαστάσεις· είναι πιο σκληραγωγημένο και πιο ανθεκτικό από αυτήν στα παράσιτα, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ως υποκείμενο για τα άλλα εσπεριδοειδή. Η επιστημονική ονομασία του… … Dictionary of Greek
περγαμόντο ή περγαμότο — (Κίτρο η μπεργκαμία). Εσπεριδοειδές της οικογένειας των Ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Καλλιεργείται σποραδικά στην Ελλάδα και ιδίως στη Χίο και στη Σύρο. Ο φλοιός του καρπού του χρησιμοποιείται για παρασκευή εξαιρετικού γλυκού του κουταλιού,… … Dictionary of Greek
άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… … Dictionary of Greek
αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… … Dictionary of Greek
αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… … Dictionary of Greek
αναβρασμός — Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό,… … Dictionary of Greek